(επίθετο – mbiemër)
i pistë
i qelbur
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βρόμικος | βρόμικη | βρόμικο |
γενική | βρόμικου | βρόμικης | βρόμικου |
αιτιατική | βρόμικο | βρόμικη | βρόμικο |
κλητική | βρόμικε | βρόμικη | βρόμικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βρόμικοι | βρόμικες | βρόμικα |
γενική | βρόμικων | βρόμικων | βρόμικων |
αιτιατική | βρόμικους | βρόμικες | βρόμικα |
κλητική | βρόμικοι | βρόμικες | βρόμικα |
[cite]