βρύση


βρύση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rubinet

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βρύση οι βρύσες
γενική της βρύσης των βρυσών
αιτιατική τη βρύση τις βρύσες
κλητική βρύση βρύσες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *