βωμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βωμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βωμός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) altar ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βωμός οι βωμοί γενική του βωμού των βωμών αιτιατική το βωμό τους βωμούς κλητική βωμέ βωμοί [cite]