γάμος


γάμος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

martesë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γάμος οι γάμοι
γενική του γάμου των γάμων
αιτιατική το γάμο τους γάμους
κλητική γάμε γάμοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *