γαλακτοκομείο


γαλακτοκομείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

baxho

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
γενική του γαλακτοκομείου των γαλακτοκομείων
αιτιατική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
κλητική γαλακτοκομείο γαλακτοκομεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *