γεγονός


γεγονός

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fakt

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γεγονός τα γεγονότα
γενική του γεγονότος των γεγονότων
αιτιατική το γεγονός τα γεγονότα
κλητική γεγονός γεγονότα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *