φίλτρο


φίλτρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

filtër

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φίλτρο τα φίλτρα
γενική του φίλτρου των φίλτρων
αιτιατική το φίλτρο τα φίλτρα
κλητική φίλτρο φίλτρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *