φαλακρός


φαλακρός

(επίθετο – mbiemër)

tullac

ενικός
ονομαστική φαλακρός φαλακρή φαλακρό
γενική φαλακρού φαλακρής φαλακρού
αιτιατική φαλακρό φαλακρή φαλακρό
κλητική φαλακρέ φαλακρή φαλακρό
πληθυντικός
ονομαστική φαλακροί φαλακρές φαλακρά
γενική φαλακρών φαλακρών φαλακρών
αιτιατική φαλακρούς φαλακρές φαλακρά
κλητική φαλακροί φαλακρές φαλακρά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *