φαράσι


φαράσι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

farashë

kaci (lopatëz për mbeturinat)

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φαράσι τα φαράσια
γενική του φαρασιού των φαρασιών
αιτιατική το φαράσι τα φαράσια
κλητική φαράσι φαράσια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *