φιλάργυρος


φιλάργυρος

(επίθετο – mbiemër)

koprrac

 

ενικός
ονομαστική φιλάργυρος φιλάργυρη φιλάργυρο
γενική φιλάργυρου φιλάργυρης φιλάργυρου
αιτιατική φιλάργυρο φιλάργυρη φιλάργυρο
κλητική φιλάργυρε φιλάργυρη φιλάργυρο
πληθυντικός
ονομαστική φιλάργυροι φιλάργυρες φιλάργυρα
γενική φιλάργυρων φιλάργυρων φιλάργυρων
αιτιατική φιλάργυρους φιλάργυρες φιλάργυρα
κλητική φιλάργυροι φιλάργυρες φιλάργυρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *