φιλοξενία


φιλοξενία


( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

mikpritje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλοξενία οι φιλοξενίες
γενική της φιλοξενίας των φιλοξενιών
αιτιατική τη φιλοξενία τις φιλοξενίες
κλητική φιλοξενία φιλοξενίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *