φιλοσοφία


φιλοσοφία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

filozofi

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλοσοφία οι φιλοσοφίες
γενική της φιλοσοφίας των φιλοσοφιών
αιτιατική τη φιλοσοφία τις φιλοσοφίες
κλητική φιλοσοφία φιλοσοφίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *