φλεγμονή


φλεγμονή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pezmatim

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φλεγμονή οι φλεγμονές
γενική της φλεγμονής των φλεγμονών
αιτιατική τη φλεγμονή τις φλεγμονές
κλητική φλεγμονή φλεγμονές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *