φρένο


φρένο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

frenë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φρένο τα φρένα
γενική του φρένου των φρένων
αιτιατική το φρένο τα φρένα
κλητική φρένο φρένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *