φρούριο


φρούριο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fortesë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φρούριο τα φρούρια
γενική του φρουρίου / φρούριου των φρουρίων / φρούριων
αιτιατική το φρούριο τα φρούρια
κλητική φρούριο φρούρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *