φταίξιμο


φταίξιμο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

faj

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φταίξιμο τα φταιξίματα
γενική του φταιξίματος των φταιξιμάτων
αιτιατική το φταίξιμο τα φταιξίματα
κλητική φταίξιμο φταιξίματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *