φτηνός


φτηνός

(επίθετο – mbiemër)

i lirë

 

ενικός
ονομαστική φτηνός φτηνή φτηνό
γενική φτηνού φτηνής φτηνού
αιτιατική φτηνό φτηνή φτηνό
κλητική φτηνέ φτηνή φτηνό
πληθυντικός
ονομαστική φτηνοί φτηνές φτηνά
γενική φτηνών φτηνών φτηνών
αιτιατική φτηνούς φτηνές φτηνά
κλητική φτηνοί φτηνές φτηνά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *