φυλακή


φυλακή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

burg

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φυλακή οι φυλακές
γενική της φυλακής των φυλακών
αιτιατική τη φυλακή τις φυλακές
κλητική φυλακή φυλακές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *