φωτεινός


φωτεινός

(επίθετο – mbiemër)

i ndriçuar
me dritë

 

ενικός
ονομαστική φωτεινός φωτεινή φωτεινό
γενική φωτεινού φωτεινής φωτεινού
αιτιατική φωτεινό φωτεινή φωτεινό
κλητική φωτεινέ φωτεινή φωτεινό
πληθυντικός
ονομαστική φωτεινοί φωτεινές φωτεινά
γενική φωτεινών φωτεινών φωτεινών
αιτιατική φωτεινούς φωτεινές φωτεινά
κλητική φωτεινοί φωτεινές φωτεινά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *