φωτογράφος


φωτογράφος

(ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)

fotograf

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο / η φωτογράφος οι φωτογράφοι
γενική του / της φωτογράφου των φωτογράφων
αιτιατική το / τη φωτογράφο τους / τις φωτογράφους
κλητική φωτογράφε φωτογράφοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *