φύση


φύση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

natyrë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φύση οι φύσεις
γενική της φύσης / φύσεως των φύσεων
αιτιατική τη φύση τις φύσεις
κλητική φύση φύσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *