χειρολαβή


χειρολαβή


( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
dorezë
mjet kapës

korrimano π.χ  (χειρολαβή σκάλας – parmak shkalle)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χειρολαβή οι χειρολαβές
γενική της χειρολαβής των χειρολαβών
αιτιατική τη(ν) χειρολαβή τις χειρολαβές
κλητική χειρολαβή χειρολαβές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *