χειροτέχνης


χειροτέχνης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
zejtar

artizan

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χειροτέχνης οι χειροτέχνες
γενική του χειροτέχνη των χειροτεχνών
αιτιατική το(ν) χειροτέχνη τους χειροτέχνες
κλητική χειροτέχνη χειροτέχνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *