χιλιετία


χιλιετία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
mijëvjeçar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χιλιετία οι χιλιετίες
γενική της χιλιετίας των χιλιετιών
αιτιατική τη(ν) χιλιετία τις χιλιετίες
κλητική χιλιετία χιλιετίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *