χιλιοστό


χιλιοστό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

i njëmijtë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χιλιοστό τα χιλιοστά
γενική του χιλιοστού των χιλιοστών
αιτιατική το χιλιοστό τα χιλιοστά
κλητική χιλιοστό χιλιοστά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *