χιλιοστόμετρο


χιλιοστόμετρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

milimetër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χιλιοστόμετρο τα χιλιοστόμετρα
γενική του χιλιοστομέτρου & χιλιοστόμετρου των χιλιοστομέτρων & χιλιοστόμετρων
αιτιατική το χιλιοστόμετρο τα χιλιοστόμετρα
κλητική χιλιοστόμετρο χιλιοστόμετρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *