χλωμός


χλωμός

(επίθετο – mbiemër)

i zbehtë

ενικός
ονομαστική χλομός χλομή χλομό
γενική χλομού χλομής χλομού
αιτιατική χλομό χλομή χλομό
κλητική χλομέ χλομή χλομό
πληθυντικός
ονομαστική χλομοί χλομές χλομά
γενική χλομών χλομών χλομών
αιτιατική χλομούς χλομές χλομά
κλητική χλομοί χλομές χλομά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *