χορτοφαγικός


χορτοφαγικός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vegjetarian

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χορτοφαγικός οι χορτοφαγικοί
γενική του χορτοφαγικού των χορτοφαγικών
αιτιατική το(ν) χορτοφαγικό τους χορτοφαγικούς
κλητική χορτοφαγικέ χορτοφαγικοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *