χρυσός


χρυσός

(επίθετο – mbiemër)

ar, flori

pasuri

ενικός
ονομαστική χρυσός χρυσή χρυσό
γενική χρυσού χρυσής χρυσού
αιτιατική χρυσό χρυσή χρυσό
κλητική χρυσέ χρυσή χρυσό
πληθυντικός
ονομαστική χρυσοί χρυσές χρυσά
γενική χρυσών χρυσών χρυσών
αιτιατική χρυσούς χρυσές χρυσά
κλητική χρυσοί χρυσές χρυσά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *