χρωματισμός


χρωματισμός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

ngjyrim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χρωματισμός οι χρωματισμοί
γενική του χρωματισμού των χρωματισμών
αιτιατική το χρωματισμό τους χρωματισμούς
κλητική χρωματισμέ χρωματισμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *