ψαράς


ψαράς

peshkatar
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψαράς οι ψαράδες
γενική του ψαρά των ψαράδων
αιτιατική τον ψαρά τους ψαράδες
κλητική ψαρά ψαράδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *