(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)
morra
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η ψείρα | οι ψείρες |
γενική | της ψείρας | των ψειρών |
αιτιατική | την ψείρα | τις ψείρες |
κλητική | ψείρα | ψείρες |
Fjalor Greqisht Shqip | Ελληνοαλβανικό Λεξικό → "ψείρες":
ψείρες → wiktionary
ψείρες → wikipedia
Cito
greqisht.shqipopedia.org/ψείρες
Lidhje - URL/LINK: http://greqisht.shqipopedia.org/%cf%88%ce%b5%ce%af%cf%81%ce%b5%cf%82
Përkthim greqisht shqip – Μετάφραση Ελληνικά Αλβανικά
"ψείρες," te Fjalor Greqisht Shqip | Ελληνοαλβανικό Λεξικό
__________________________________
§ Shqipopedia ©
2013 - 2018
"ψείρες"
§ Shqipopedia ©
2013 - 2018