ψεύτης


ψεύτης


(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
gënjeshtar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψεύτης οι ψεύτες
γενική του ψεύτη των ψευτών
αιτιατική τον ψεύτη τους ψεύτες
κλητική ψεύτη ψεύτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *