ψηλαφώ


ψηλαφώ

(folje)
çik
prek lehtë
kërkoj me prekje

Εγώ ψηλαφίζω / ψηλαφώ
Εσύ ψηλαφείς / ψηλαφίζεις
Αυτός/αυτή ψηλαφεί / ψηλαφίζει
Εμείς ψηλαφούμε / ψηλαφίζομε / ψηλαφίζουμε
Εσείς ψηλαφείτε / ψηλαφίζετε
Αυτοί/αυτές ψηλαφούν / ψηλαφίζουν
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *