άκαμπτος


άκαμπτος

(επίθετο – mbiemër)

i sertë
i paepur

ενικός
ονομαστική άκαμπτος άκαμπτη άκαμπτο
γενική άκαμπτου άκαμπτης άκαμπτου
αιτιατική άκαμπτο άκαμπτη άκαμπτο
κλητική άκαμπτε άκαμπτη άκαμπτο
πληθυντικός
ονομαστική άκαμπτοι άκαμπτες άκαμπτα
γενική άκαμπτων άκαμπτων άκαμπτων
αιτιατική άκαμπτους άκαμπτες άκαμπτα
κλητική άκαμπτοι άκαμπτες άκαμπτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *