άμμος


άμμος

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rërë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άμμος οι άμμοι / άμμες
γενική της άμμου των άμμων
αιτιατική την άμμο τις άμμους / άμμες
κλητική (άμμο) άμμοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *