άνεμος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άνεμος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άνεμος.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) erë (që fryn) ενικός πληθυντικός ονομαστική ο άνεμος οι άνεμοι γενική του ανέμου των ανέμων αιτιατική τον άνεμο τους ανέμους κλητική άνεμε άνεμοι [cite]