άποψη


άποψη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pamje
pikëpamje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άποψη οι απόψεις
γενική της άποψης / απόψεως των απόψεων
αιτιατική την άποψη τις απόψεις
κλητική άποψη απόψεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *