άρθρο


άρθρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

artikull

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άρθρο τα άρθρα
γενική του άρθρου των άρθρων
αιτιατική το άρθρο τα άρθρα
κλητική άρθρο άρθρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *