άρωμα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άρωμα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άρωμα.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) parfum aromë ενικός πληθυντικός ονομαστική το άρωμα τα αρώματα γενική του αρώματος των αρωμάτων αιτιατική το άρωμα τα αρώματα κλητική άρωμα αρώματα [cite]