άρωμα


άρωμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

parfum
aromë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άρωμα τα αρώματα
γενική του αρώματος των αρωμάτων
αιτιατική το άρωμα τα αρώματα
κλητική άρωμα αρώματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *