άτλας


άτλας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

atlas

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο άτλαντας / άτλας οι άτλαντες
γενική του άτλα / άτλαντα των ατλάντων
αιτιατική τον άτλα / άτλαντα τους άτλαντες
κλητική άτλα / άτλαντα άτλαντες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *