άτσαλος


άτσαλος

(επίθετο – mbiemër)

i ngathët

ενικός
ονομαστική άτσαλος άτσαλη άτσαλο
γενική άτσαλου άτσαλης άτσαλου
αιτιατική άτσαλο άτσαλη άτσαλο
κλητική άτσαλε άτσαλη άτσαλο
πληθυντικός
ονομαστική άτσαλοι άτσαλες άτσαλα
γενική άτσαλων άτσαλων άτσαλων
αιτιατική άτσαλους άτσαλες άτσαλα
κλητική άτσαλοι άτσαλες άτσαλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *