αίρεση


αίρεση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

sekt
herezi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αίρεση οι αιρέσεις
γενική της αίρεσης / αιρέσεως των αιρέσεων
αιτιατική την αίρεση τις αιρέσεις
κλητική αίρεση αιρέσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *