αβγό


αβγό

vezë

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το αβγό τα αβγά
Γενική του αβγού των αβγών
Αιτιατική το αβγό τα αβγά
Κλητική αβγό αβγά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *