αισθητός


αισθητός

(επίθετο – mbiemër)

i ndjeshëm
i dukshëm

ενικός
ονομαστική αισθητός αισθητή αισθητό
γενική αισθητού αισθητής αισθητού
αιτιατική αισθητό αισθητή αισθητό
κλητική αισθητέ αισθητή αισθητό
πληθυντικός
ονομαστική αισθητοί αισθητές αισθητά
γενική αισθητών αισθητών αισθητών
αιτιατική αισθητούς αισθητές αισθητά
κλητική αισθητοί αισθητές αισθητά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *