αιώρα


αιώρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

hamak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αιώρα οι αιώρες
γενική της αιώρας των αιωρών
αιτιατική την αιώρα τις αιώρες
κλητική αιώρα αιώρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *