(επίθετο – mbiemër)
i pavullnetshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ακούσιος | ακούσια | ακούσιο |
γενική | ακούσιου | ακούσιας | ακούσιου |
αιτιατική | ακούσιο | ακούσια | ακούσιο |
κλητική | ακούσιε | ακούσια | ακούσιο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ακούσιοι | ακούσιες | ακούσια |
γενική | ακούσιων | ακούσιων | ακούσιων |
αιτιατική | ακούσιους | ακούσιες | ακούσια |
κλητική | ακούσιοι | ακούσιες | ακούσια |
[cite]