ακύρωση


ακύρωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

anulim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακύρωση οι ακυρώσεις
γενική της ακύρωσης / ακυρώσεως των ακυρώσεων
αιτιατική την ακύρωση τις ακυρώσεις
κλητική ακύρωση ακυρώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *