αλήθεια


αλήθεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

e vërteta

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλήθεια οι αλήθειες
γενική της αλήθειας των αληθειών
αιτιατική την αλήθεια τις αλήθειες
κλητική αλήθεια αλήθειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *