Αλβανός


Αλβανός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

shqiptar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Αλβανός οι Αλβανοί
γενική του Αλβανού των Αλβανών
αιτιατική τον Αλβανό τους Αλβανούς
κλητική Αλβανέ Αλβανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *